- ὑποχαλαρός
- ὑποχᾰλᾰρός, ά, όν,A somewhat slack or loose, Hp.Mochl.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποχάλαρος — ον, Α λίγο χαλαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαλαρός] … Dictionary of Greek